ναΐπης

ναΐπης
ο (Μ ναΐπης)
(κατά την τουρκοκρατία) βοηθός τού καδή, κατώτερος δικαστής ιεροδικείου διοριζόμενος για χρονική περίοδο δύο περίπου ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. naib «αντιβασιλιάς, κυβερνήτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”